- κατηρτίσω
- καταρτίζωadjustaor ind mid 2nd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταρτίζω — (AM καταρτίζω) παρασκευάζω κάποιον δίνοντάς του τα αναγκαία εφόδια και ιδίως γνώσεις σε ορισμένο κλάδο, εκπαιδεύω, εξασκώ («τόν κατάρτισε στα μαθηματικά») νεοελλ. ολοκληρώνω κάτι ώστε να είναι πλήρες, συγκροτώ σε ένα οργανικό σύνολο, οργανώνω (α … Dictionary of Greek